επιρρηματικός

επιρρηματικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που ανήκει ή αναφέρεται στο επίρρημα.
2. φρ., «επιρρηματικός προσδιορισμός», προσδιορισμός που εκφέρεται με επίρρημα ή με πλάγια πτώση.
3. φρ., «επιρρηματικές προτάσεις», οι δευτερεύουσες προτάσεις που προσδιορίζουν ως επιρρηματικοί προσδιορισμοί το ρήμα της κύριας πρότασης (οι χρονικές, συμπερασματικές, τελικές κ.ά.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρρηματικός — adverbial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρρηματικός — ή, ό (AM ἐπιρρηματικός, ή, όν) [επίρρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα 2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιρρηματικά — ἐπιρρηματικός adverbial neut nom/voc/acc pl ἐπιρρηματικά̱ , ἐπιρρηματικός adverbial fem nom/voc/acc dual ἐπιρρηματικά̱ , ἐπιρρηματικός adverbial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικώτερον — ἐπιρρηματικός adverbial adverbial comp ἐπιρρηματικός adverbial masc acc comp sg ἐπιρρηματικός adverbial neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικῶν — ἐπιρρηματικός adverbial fem gen pl ἐπιρρηματικός adverbial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικόν — ἐπιρρηματικός adverbial masc acc sg ἐπιρρηματικός adverbial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικαί — ἐπιρρηματικός adverbial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικοῖς — ἐπιρρηματικός adverbial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικοῦ — ἐπιρρηματικός adverbial masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρρηματικῆς — ἐπιρρηματικός adverbial fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”